Πρακτικά όμως, δεν είναι ιδιαίτερα πιθανό να αλλάξει δραματικά το επίπεδο των Αγγλικών σας μέσα σε ένα μήνα (ή λιγότερο), άρα μία λογική προσέγγιση θα ήταν να περιμένετε τουλάχιστον ένα μήνα μέχρι να ξαναδώσετε την εξέταση IELTS, κάνοντας μαθήματα στο ενδιάμεσο. Έρευνα του IELTS έχει δείξει ότι οι βαθμολογίες των υποψήφιων δύσκολα βελτιώνονται αν δεν κάνουν (επιπλέον) μαθήματα.
Εξαίρεση, κατά τη γνώμη μας, μπορούν να αποτελέσουν μόνο 2 προφανείς περιπτώσεις:
1) Ο υποψήφιος αντιμετώπισε πρόβλημα υγείας κατά την ημέρα της εξέτασης, με αποτέλεσμα να επηρεαστεί η απόδοσή του.
2) Ο υποψήφιος δεν είχε καμία εξοικείωση με την εξέταση όταν έδωσε για πρώτη φορά.
Βέβαια, υπάρχει και η προσέγγιση “δίνω εξετάσεις σε 2 κοντινές ημερομηνίες και “κρατάω” το καλύτερο score”. Η προσέγγιση αυτή έχει λογική εφόσον ο υποψήφιος χρειάζεται ένα υψηλό IELTS score.
Το σημαντικότερο είναι να προγραμματίζει ο υποψήφιος ΕΓΚΑΙΡΑ τη συμμετοχή του στις εξετάσεις IELTS (ιδανικά 6 μήνες τουλάχιστον πριν την εκτιμώμενη χρονική περίοδο που θα πρέπει να έχει το επιθυμητό score), έτσι ώστε να έχει τα περιθώρια ουσιαστικής βελτίωσης σε περίπτωση που δεν πετύχει το IELTS score που του χρειάζεται με την πρώτη προσπάθεια.
Τέλος, ο υποψήφιος θα πρέπει να έχει κατά νου ότι ακόμα και κάτοχος Proficiency να είναι, αυτό δεν του διασφαλίζει αυτόματα ένα υψηλό score στο IELTS με την πρώτη. Για παράδειγμα, μπορούμε να πιθανολογήσουμε ότι ένας κάτοχος Proficiency τελευταίας 5ετιας θα «πιάσει» 6,5 έως 7 με την πρώτη (με την αυτονόητη προϋπόθεση μίας καλής προετοιμασίας σε ένα σοβαρό Κέντρο Προετοιμασίας IELTS όπως η Ευρωδιάσταση), αν όμως στοχεύει σε ένα score 8 ή 8,5, στοχεύει ουσιαστικά στο «άριστα» (υπενθυμίζεται ότι το εύρος score IELTS είναι από 1 έως 9).
Μην ξεχνάμε ακόμα ότι το Proficiency είναι «άσπρο / μαύρο», δηλαδή «περνάω ή κόβομαι». Στο Proficiency πάμε όλοι «για τη βάση», ενώ στο IELTS το score που για μένα είναι επαρκές, μπορεί να μην είναι επαρκές για έναν άλλο υποψήφιο.